- λειτουργικός
- -ή, -ό(ν) (AM λειτουργικός, -ή, -όν, Α και λειτουργιακός, -ή, -όν) [λειτουργός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θεία Λειτουργία ή χρησιμοποιείται κατά τις τελετές τής λατρείας («τα λειτουργικά σκεύη»)2. το θηλ. ως ουσ. η λειτουργικήτο μάθημα ή ο κλάδος τής πρακτικής θεολογίας που ασχολείται με τη θεωρία, την ερμηνεία και το τυπικό τής θείας λατρείας3. το ουδ. ως ουσ. το λειτουργικό(ν)το βιβλίο τής Ανατολικής Εκκλησίας στο οποίο περιέχονται οι συνήθως χρησιμοποιούμενες βυζαντινές λειτουργίες, δηλ. τού Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, τού Μεγάλου Βασιλείου, η λειτουργία τών Προηγιασμένων Δώρων και τού Ιακώβου τού Αδελφοθέου, στις οποίες προστίθενται και άλλες ευχές ή ακολουθίες, αλλ. ιερατικόνεοελλ.1. αυτός που ανταποκρίνεται κατά τον καλύτερο τρόπο στους σκοπούς για τους οποίους έχει κατασκευαστεί («το σπίτι είναι πολύ λειτουργικό»)2. ιατρ. χαρακτηρισμός φαινομένου, εκδήλωσης ή διαταραχής που αφορά τη λειτουργία ενός μόνον οργάνου χωρίς αιτιολογικό, ανατομικό υπόστρωμα («λειτουργική διαταραχή»)2. φρ. εκκλ. «λειτουργικά βιβλία» — βιβλία τα οποία χρησιμοποιούνται από τις διάφορες χριστιανικές Εκκλησίες για την τέλεση τής θείας λατρείαςμσν.-αρχ.αυτός στον οποίο είναι ανατεθειμένη η εκτέλεση μιας υπηρεσίας ή αποστολής («οὐχὶ πάντες [οἱ ἄγγελοι] εἰσὶ λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα», ΚΔ)μσν.το ουδ. ως ουσ. η αμοιβή τού ιερέα για την τέλεση τής Θείας Λειτουργίαςαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιερά διακονία2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λειτουργικόν (ενν. τέλος)πιθ. φόρος που κατέβαλλε ο απαλλασσόμενος από προσωπική εργασία.επίρρ...λειτουργικῶς (Α)σε θρησκευτική λειτουργία.
Dictionary of Greek. 2013.